συμπεριλάμπω

συμπεριλάμπω
Α [περιλάμπω]
λάμπω συγχρόνως, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο («ὁ δὲ χρυσός, τοῑς ἄνθεσι τούτοις συμπεριλάμπων», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”